εὐκατάληπτος

εὐκατάληπτος
εὐκατάληπτος
easy to apprehend
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευκατάληπτος — η, ο (Α εὐκατάληπτος, ον) αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος αρχ. αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα. επίρρ... εὐκαταλήπτως (Α) φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει» (για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση τής ροής τού… …   Dictionary of Greek

  • εὐκαταληπτότερον — εὐκατάληπτος easy to apprehend adverbial comp εὐκατάληπτος easy to apprehend masc acc comp sg εὐκατάληπτος easy to apprehend neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταλήπτως — εὐκατάληπτος easy to apprehend adverbial εὐκατάληπτος easy to apprehend masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάληπτον — εὐκατάληπτος easy to apprehend masc/fem acc sg εὐκατάληπτος easy to apprehend neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταληπτότερα — εὐκατάληπτος easy to apprehend neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαταλήπτους — εὐκατάληπτος easy to apprehend masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάληπτα — εὐκατάληπτος easy to apprehend neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατάληπτοι — εὐκατάληπτος easy to apprehend masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”